- μετοικοφύλαξ
- μετοικοφύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,A overseer and guardian of the μέτοικοι, X.Vect.2.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετοικοφύλαξ — μετοικοφύλαξ, ὁ (Α) φύλακας, επιστάτης ή προστάτης τών μετοίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτοικος + φύλαξ] … Dictionary of Greek
μετοικοφύλακας — μετοικοφύλαξ overseer and guardian of the masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek